κυριεία

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ἡ,

   A proprietary rights, Mitteis Chr.31 v 37 (ii B.C.), IG22.1006.28 (ii B.C.), SIG685.133 (pl., Magn.Mae., ii B.C.), BGU1187.7 (i B.C.):—written κυριήα Mon. Anc.Gr.17.22:—later contr. κυρεία, κυρία (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1536] ἡ, das Herren-, Eigenthumsrecht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυριεία: ἡ, κυριότης, δικαίωμα ἰδιοκτησίας, Peyron, Pap. Graec. Taurin. part. 1, σ. 34, 37, κτλ.

Greek Monolingual

κυριεία και κυρεία και κυριήα και κυρία, ἡ (Α) κυριεύω
το δικαίωμα ιδιοκτησίας, η κυριότητα.