κύπρινον
German (Pape)
[Seite 1534] τό, sc. ἔλαιον oder μύρον, Oel oder Salbe aus der wohlriechenden Blüthe des Baumes κύπρος bereitet, Theophr., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κύπρῐνον: (δηλ. μύρον), τό, ἔλαιον ἢ μύρον κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ ἄνθους τῆς κύπρου, Ἀπολλών. Ἡροφ. παρ’ Ἀθην. 688F, Διοσκ. 1. 65· κυπρινέλαιον, Ἀλέξ. Τραλλ. 3. σ. 184.