κύπρινον

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

German (Pape)

[Seite 1534] τό, sc. ἔλαιον oder μύρον, Oel oder Salbe aus der wohlriechenden Blüthe des Baumes κύπρος bereitet, Theophr., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κύπρῐνον: (δηλ. μύρον), τό, ἔλαιονμύρον κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ ἄνθους τῆς κύπρου, Ἀπολλών. Ἡροφ. παρ’ Ἀθην. 688F, Διοσκ. 1. 65· κυπρινέλαιον, Ἀλέξ. Τραλλ. 3. σ. 184.

Greek Monolingual

κύπρινον, τὸ (Α)
βλ. κυπρίνος (II).