κυπρίνος

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

ο (AM κυπρῖνος)
γένος κυπρινόμορφων τελεόστεων ιχθύων, που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια cyprinidae και είναι μεγάλα εδώδιμα ψάρια τών γλυκών νερών, με κοινές σήμερα ονομασίες σαζάνι ή γριβάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύπρος + -ῖνος (πρβλ. ερυθρίνος)
ο σχηματισμός της λ. από τον τ. κύπρος, είδος φυτού, οφείλεται στην ομοιότητα του χρώματος του ψαριού με το χρώμα του φυτού].