κυνοσσόος

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ον,

   A cheering on hounds, Nonn.D.1.233, etc.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοσσόος: -ον, ἐπιθαρρύνων τοὺς κύνας, Ἀθήν. 160Β, Νόνν. Δ. 1. 233, κτλ.

Greek Monolingual

κυνοσσόος, -ον (Α)
αυτός που παρακινεί τα σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»), πρβλ. ιππο-σσόος, κεμαδο-σσόος].