κωλυτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A preventive, τινος of a thing, X.Mem.4.5.7 (Comp.), Arist.Rh.1362a29, EN1096b12, Thphr.Ign.45, Epicur.Ep.2p.52U., Porph.Abst.2.47: abs., in Astrol., ἀστὴρ ἄπρακτος καὶ κ. Vett.Val.178.30.
German (Pape)
[Seite 1543] zum Verhindern, Hemmen geschickt, geeignet; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arist. rhet. 1, 6; τῆς φθορᾶς de anim. 1, 1; Sp.; – compar., τοῦ δ' ἐπιμελεῖσθαι οἴει τι κωλυτικώτερον ἀκρασίας εἶναι Xen. Mem. 4, 5, 7.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡτικός: -ή, -όν, ὡς τὸ κωλυτήριος, ἐμποδίζων, κωλύων, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 7, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 2, Ἠθ. Ν. 1.6, 8, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable d’empêcher, de mettre obstacle à, gén;
Cp. κωλυτικώτερος.
Étymologie: κωλύω.
Greek Monolingual
κωλυτικός, -ή, -όν (AM) κωλύω
ο κατάλληλος να εμποδίσει κάτι ή κάποιον από κάτι άλλο («τοῡ δ' ἐπιμελεῑσθαι ὧν προσήκει οἴει τι κωλυτικώτερον εἶναι ἀκρασίας;», Ξεν.).
επίρρ...
κωλυτικῶς
με παρεμποδιστικό τρόπο.