κυνόσπαστος
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀγλαοφῶτις, Ael.NA14.24,27.
Greek Monolingual
κυνόσπαστος, ὁ (Α)
το φυτό αγλαοφώτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + σπαστός (< σπάω / σπῶ)].
ὁ,
A = ἀγλαοφῶτις, Ael.NA14.24,27.
κυνόσπαστος, ὁ (Α)
το φυτό αγλαοφώτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + σπαστός (< σπάω / σπῶ)].