λάδας

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ἔλαφος νεβρίας, Hsch.

German (Pape)

[Seite 5] nach Hesych. ἔλαφος νεβρίας.

Greek (Liddell-Scott)

λάδας: ὁ, «ἔλαφος νεβρίας» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λάδας (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἔλαφος νεβρίας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται και ως όνομα δύο ολυμπιονικών της Πελοποννήσου].