ἔλαφος νεβρίας, Hsch.
[Seite 5] nach Hesych. ἔλαφος νεβρίας.
λάδας: ὁ, «ἔλαφος νεβρίας» Ἡσύχ.
λάδας (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἔλαφος νεβρίας».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται και ως όνομα δύο ολυμπιονικών της Πελοποννήσου].