λάδας
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ἔλαφος νεβρίας, Hsch.
German (Pape)
[Seite 5] nach Hesych. ἔλαφος νεβρίας.
Greek (Liddell-Scott)
λάδας: ὁ, «ἔλαφος νεβρίας» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λάδας (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἔλαφος νεβρίας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται και ως όνομα δύο ολυμπιονικών της Πελοποννήσου].
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: ἔλαφος νεβρίας H.
Derivatives: Aslo PN (Paus. 3, 21,1).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Fur. 195 n. 50 comments: "Dass Tiere aus dem Hirschgeschlecht oft der Bunte. der Gefleckte heissen, ist eine bekannte Tatsache..." (νεβρίας means dappled like a fawn).