νεβρίας

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεβρίας Medium diacritics: νεβρίας Low diacritics: νεβρίας Capitals: ΝΕΒΡΙΑΣ
Transliteration A: nebrías Transliteration B: nebrias Transliteration C: nevrias Beta Code: nebri/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, dappled like a fawn, γαλεός Arist.HA565a26, cf. Hsch. s.v. λάδας.

German (Pape)

[Seite 235] ὁ, einem Hirschkalbe ähnlich, so bunt gefleckt, γαλεός, Arist. H. A. 6, 10.

Russian (Dvoretsky)

νεβρίᾱς: ου adj. m похожий на оленя, т. е. пятнистый, как олень (γαλεός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νεβρίας: -ου, ὁ, ποικίλος, κατάστικτος ὡς νεβρός, γαλεὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 10.

Greek Monolingual

νεβρίας, ὁ (Α)
αυτός που μοιάζει με νεβρό, κατάστικτος σαν τον νεβρό («οὓς καλοῦσί τινες νεβρίας γαλεούς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + κατάλ. -ίας (πρβλ. ορνιθίας)].