μῑσομαθής: -ές, ὁ μισῶν τὴν μάθησιν, Βασίλ. Γραμμ. σ. 33.
μισομαθής, -ές (Μ)αυτός που μισεί τη μάθηση, τη μόρφωση, την παιδεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -μαθής (< μανθάνω)].