μεταπώληση

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. (γενικά) η ενέργεια του μεταπωλώ, η εκ νέου πώληση, το μεταπούλημα («η μεταπώληση του σπιτιού δεν μού απέφερε τίποτε»)
2. (ειδικά) η αγορά εμπορευμάτων και η πώλησή τους σε άλλον με κέρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπωλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].