μηροτυπής

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ές,

   A striking the thigh, κέντρον AP9.274 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 178] ές, die Schenkel schlagend, stechend, κέντρον, Philp. 59 (IX, 274).

Greek (Liddell-Scott)

μηροτῠπής: -ές, ὁ τύπτων τὸν μηρόν, κέντρον Ἀνθ. Π. 9. 274.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui frappe la cuisse.
Étymologie: μηρός, τύπτω.

Greek Monolingual

μηροτυπής, -ές (Α)
αυτός που χτυπάει τους μηρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ» πρβλ. πλευρο-τυπής, χειρο-τυπής].