μονοκατοικία

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
αυτοτελής οικία για μία μόνο οικογένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κατοικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Ν. Κοντοπούλου].