μετείκασμα

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
φυσ. οπτικό αίσθημα το οποίο οφείλεται σε ερέθισμα που έχει προηγηθεί, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει για ορισμένο χρονικό διάστημα και μετά την παύση του ερεθίσματος αυτού.