μονόχροιος

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A v.l. for μονόχροος in Xenocr. ap. Orib.2.58.109.

German (Pape)

[Seite 206] = μονόχροος, Xenocr. de alim., zw.

Greek (Liddell-Scott)

μονόχροιος: -ον, = μονόχροος, θήλειαι δέ εἰσι μονόχροιοι Ξενοκρ. 28, σ. 469, ἔνθα ὁ Κοραῆς (σ. 15) ἐξέδωκε μονόχροοι.

Greek Monolingual

μονόχροιος, -ον (Α)
μονόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χροιος (< χροιά), πρβλ. ιδιό-χροιος, λευκό-χροιος].