μοναστήριος

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

α, ον,

   A monastic, οἶκος Men.Prot.p.15 D.    II μοναστήριον, τό, hermit's cell, Ph.2.475.    2 monastery, Procop.Arc. 17, al., Just.Nov.3.2, PSI8.933.2 (vi A. D.).

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ μοναστήριος, -ία, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτούς που μονάζουν, σε αυτούς που ζουν ως μοναχοί, ο μοναστικός
2. το ουδ. ως ουσ.
βλ. μοναστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονάζω + επίθημα -τήριος (πρβλ. παυσ-τήριος)].