μοναστήρι

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

Greek Monolingual

και μοναστήρι το (Μ μοναστήρι και μοναστήριν και μαναστήρι και μαναστήριν και μοναστήριον και μοναστήριο και μαναστήριον)
1. τόπος όπου ζει κανείς ως μοναχός
2. συγκρότημα κτηρίων οπού ζουν μοναχοί, μονή («μαζεύτηκαν οι όμορφες να φτειάσουν μοναστήρια», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.-μσν.
μεγάλη στις διαστάσεις εκκλησία,ναός («σημαίνει κι η αγία Σοφία, το μέγα μοναστήρι», δημ. τραγούδι).
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) ιερό ή φιλόξενο σπίτι («το σπίτι του είναι μοναστήρι»)
μσν.
1. (γενικά) τόπος διαμονής
2. (στον εν. και πληθ.) τὸ μοναστήρι, και τὰ μοναστήρια
μοναχοί, καλόγεροι
αρχ.
κελλί ερημίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοναστήριον, ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. μοναστήριος. Ο τ. μαναστήρι(ον) με προληπτική αφομοίωση].