μονόφορβος

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A grazing alone, Hsch.

German (Pape)

[Seite 206] allein weidend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μονόφορβος: -ον, «μόνος βοσκόμενος, βόσκων μόνος» Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 984Α, 1230Α.

Greek Monolingual

μονόφορβος, -ον (Α)
αυτός που βόσκει μόνος του («μονόφορβος
μόνος βοσκόμενος, βόσκων μόνος», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. πολύ-φορβος].