ματαίωση

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ματαίωσις, -εως) ματαιώνω
νεοελλ.
η μη πραγματοποίηση, η μη εκτέλεση ενός έργου ή μιας ενέργειας η οποία έχει προγραμματιστεί («η ματαίωση της εκδρομής λύπησε πολλούς»)
αρχ.
ματαιότητα («ματαίωσιν τὴν ὑψηλοφροσύνην φησί», Αθανάσ.).