ματαιότητα
From LSJ
η (ΑM ματαιότης, -ητος)
μάταιος
η ιδιότητα του μάταιου, το να είναι κάτι χωρίς σκοπό, περιεχόμενο ή ωφέλεια («ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης», ΠΔ)
μσν.
φθορά («ἡ κτίσις ὑπετάχθη εἰς τὴν ματαιότητα», Χριστ. διδασκ.)
ĮĮ αρχ. αφροσύνη, απερισκεψία.