μηλοῦχος

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ὁ, (

   A μῆλον B.11) girdle that confines the breasts, AP6.211 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 173] ὁ, Brusthalter, Brustbinde, ὑαλόχρους, Leon. Tar. 5 (VI, 211).

Greek (Liddell-Scott)

μηλοῦχος: ὁ, (μῆλον Β. ΙΙ) ζώνη ἀνέχουσα τοὺς μαστούς, Ἀνθ. Π. 6. 211· ἀλλαχοῦ στρόφιον.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de corset.
Étymologie: μῆλον², ἔχω.

Greek Monolingual

μηλοῡχος, ὁ (Α)
ζώνη που κρατά τους μαστούς, στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -οῦχος (< ἔχω)].