μηλοῦχος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ὁ, (μῆλον B.11) girdle that confines the breasts, AP6.211 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 173] ὁ, Brusthalter, Brustbinde, ὑαλόχρους, Leon. Tar. 5 (VI, 211).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de corset.
Étymologie: μῆλον², ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
μηλοῦχος: ὁ грудная повязка (род лифа) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοῦχος: ὁ, (μῆλον Β. ΙΙ) ζώνη ἀνέχουσα τοὺς μαστούς, Ἀνθ. Π. 6. 211· ἀλλαχοῦ στρόφιον.
Greek Monolingual
μηλοῦχος, ὁ (Α)
ζώνη που κρατά τους μαστούς, στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -οῦχος (< ἔχω)].
Greek Monotonic
μηλοῦχος: ὁ (μῆλον Β. II, ἔχω), ζώνη που συγκρατεί τους μαστούς, στηθόδεσμος, σε Ανθ.
Middle Liddell
μηλ-οῦχος, ὁ, μῆλον B. II, ἔχω]
a girdle that confines the breasts, Anth.