μεγαλόκοτος

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ον,

   A gloss on ζάκοτος, Sch.Pi.Pae.9.18, EM407.16. Adv. -τως, gloss on ζαφελῶς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 106] sehr zürnend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μεγαλόκοτος: -ον, μεγάλως ὠργισμένος, Ἀπολλωνίου Λεξ. Ὁμ. σ. 318 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ζάκοτος. ― Ἐπίρρ. μεγαλοκότως Ἡσύχ. ἐν λ. ζαφελῶς.

Greek Monolingual

μεγαλόκοτος, -ον (Α)
πολύ οργισμένος.
επίρρ...
μεγαλοκότως (Α)
με μεγάλη οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κότος «οργή» (πρβλ. βαρύ-κοτος, νεό-κοτος)].