(AM λιθοβολῶ, -έω) λιθοβόλοςρίχνω πέτρες εναντίον κάποιου, πετροβολώ (α. «ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῡσα τοὺς ἀπεσταλμένους», ΚΔβ. «Τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις», ΠΔ.).