μεσόφωνος

Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος
μουσ. το θηλ. ως ουσ. η μεσόφωνος
τραγουδίστρια της όπερας που η φωνή της κυμαίνεται ανάμεσα στον τόνο της υψιφώνου, σοπράνο, και της βαρυφώνου, κοντράλτας, αλλ. μετζοσοπράνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψί-φωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].