λυκεία

Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ἡ,

   A helmet of wolf-skin, Plb.6.22.3.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκεία: ἡ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 6. 22, 3.

Greek Monolingual

λυκεία, ἡ (Α) λύκειος
περικεφαλαία από δέρμα λύκου («ποτὲ δὲ λυκείαν... ἐπιτίθεσθαι σκέπης ἅμα καὶ σημείου χάριν», Πολ.).