μολυβδόχαλκος

Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A alloy of lead and copper, Zos.Alch.p.157 B.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδόχαλκος: -ον, μέταλλόν τι μικτὸν ἐκ μολύβδου καὶ χαλκοῦ, Συνέσ. παρὰ Φαβρικ. 8. 245 (ἔκδ. 1717)· - μολιβόχαλκος.

Greek Monolingual

μολυβδόχαλκος, -ον (Α)
αυτός που αποτελεί κράμα μολύβδου και χαλκού.