ματαιοδοξία

Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η ματαιόδοξος
1. έπαρση για μικρά και ασήμαντα πράγματα, κενοδοξία, ματαιοφροσύνη
2. επιδίωξη μάταιης δόξας, που δεν αντιπροσωπεύει πραγματικά χαρίσματα ή προσόντα.