ματαιόδοξος

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που υπερηφανεύεται για μικρά και ασήμαντα πράγματα, κενόδοξος, ματαιόφρων
2. αυτός που επιζητεί μάταιη δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -δοξος (< δόξα), πρβλ. απαισιόδοξος, φιλόδοξος].

Translations

vainglorious

Armenian: փառամոլ; Bulgarian: суетен, тщеславен; Chinese Mandarin: 非常自負/非常自负; Czech: zpupný, chvástavý; Dutch: verwaand; Finnish: turhamainen, turhantärkeä, tyhmänylpeä; French: orgueilleux, vaniteux, fanfaron; Middle French: vainglorieux; Georgian: პატივმოყვარე, დიდების მოყვარე; German: hochmütig, dünkelhaft, aufgeblasen, prahlerisch; Gothic: 𐍆𐌻𐌰𐌿𐍄𐍃; Greek: ματαιόδοξος; Ancient Greek: ἀλαζών, αὐτεπαίνετος, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματικός, δυσαυχής, καυχηματικός, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, κομπῶδες, κομπώδης, ματαιόκομπος, μεγάλαυχος, πέρπερος, τυφομανής, φιλοκομπαστής, φιλόκομπος; Italian: vanaglorioso; Portuguese: vanglorioso; Russian: тщеславный; Spanish: vanidoso, soberbio, fachendoso, perdonavidas, fanfarrón