-η, -ο Λαμπρή1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λαμπρή, στο Πάσχα, πασχαλινός («λαμπριάτικο αρνί»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαμπριάτικατα καινούργια ρούχα για το Πάσχα. επίρρ...λαμπριάτικακατά την ημέρα της Λαμπρής.