λάξαι

Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Greek (Liddell-Scott)

λάξαι: «λακτίσαι» Ἡσύχ. ― λάξεσθαι· «κληρώσεσθαι» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

λάξαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λακτίσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαξ- (πρβλ. λαξ). Ο τ. συνδέεται με το λακτίζω.