λασίμηλον

Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

German (Pape)

[Seite 17] τό, der Rauchapfel, eine Quittenart mit wolliger Oberfläche, richtiger λασιόμηλον.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰσίμηλον: τό, μῆλον δασύ, δηλ. ἔχον χνοῦν, ἴσως τὸ ῥοδάκινον, πιθ. γραφ. παρὰ τῷ Ἀντιγρ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 82Β· λασιόμᾱλον «μῆλον τὸ ἔχον χνοῦν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λασίμηλον, τὸ (Α)
πιθ. το ροδάκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + μῆλον.