λειοκάρηνος

Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A smooth-headed, bald-headed, Poll.2.26.

German (Pape)

[Seite 24] glattköpfig, kahl, Poll. 2, 26.

Greek (Liddell-Scott)

λειοκάρηνος: [ᾰ], -ον, ἔχων λείαν, φαλακρὰν κεφαλήν, Πολυδ. Β΄, 26.

Greek Monolingual

λειοκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει λείο και γυαλιστερό κεφάλι, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο-κάρηνος, χρυσο-κάρηνος].