A v. λέπω 11.2.
λέπτω (Α)τρώγω, κατατρώγω («λέπτεικατεσθίει», Φώτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω, μεταπλασμένο κατά τους πολλούς ενεστωτ. σχηματισμούς σε -πτω ή με επίδραση του λεπτός.