λέπτω

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

   A v. λέπω 11.2.

Greek Monolingual

λέπτω (Α)
τρώγω, κατατρώγωλέπτει
κατεσθίει», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω, μεταπλασμένο κατά τους πολλούς ενεστωτ. σχηματισμούς σε -πτω ή με επίδραση του λεπτός.