λέπτω

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέπτω Medium diacritics: λέπτω Low diacritics: λέπτω Capitals: ΛΕΠΤΩ
Transliteration A: léptō Transliteration B: leptō Transliteration C: lepto Beta Code: le/ptw

English (LSJ)

v. λέπω II.2.

Greek Monolingual

λέπτω (Α)
τρώγω, κατατρώγωλέπτει
κατεσθίει», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω, μεταπλασμένο κατά τους πολλούς ενεστωτ. σχηματισμούς σε -πτω ή με επίδραση του λεπτός.