λευκοδέρματος

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον, gloss on sq., Hsch.

German (Pape)

[Seite 33] weißhäutig, Hesych. Erkl. von λευκοδίφθερος.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοδέρμᾰτος: -ον, ἔχων λευκὸν δέρμα ἢ δοράν, Ἡσύχ. ἐν λ. λευκοδίφθερος.

Greek Monolingual

λευκοδέρματος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -δέρματος (< δέρμα, -ατος), πρβλ. α-δέρματος, μελανο-δέρματος].