λευκοδέρματος

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοδέρμᾰτος Medium diacritics: λευκοδέρματος Low diacritics: λευκοδέρματος Capitals: ΛΕΥΚΟΔΕΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: leukodérmatos Transliteration B: leukodermatos Transliteration C: lefkodermatos Beta Code: leukode/rmatos

English (LSJ)

λευκοδέρματον, gloss on sq., Hsch.

German (Pape)

[Seite 33] weißhäutig, Hesych. Erkl. von λευκοδίφθερος.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοδέρμᾰτος: -ον, ἔχων λευκὸν δέρμα ἢ δοράν, Ἡσύχ. ἐν λ. λευκοδίφθερος.

Greek Monolingual

λευκοδέρματος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -δέρματος (< δέρμα, -ατος), πρβλ. αδέρματος, μελανοδέρματος].