λαίμαστρον

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

τό, '

   A greedy beast', term of abuse, Id.4.46, 7.18.

Greek (Liddell-Scott)

λαίμαστρον: βάραθρον, χάσμα γῆς, (μεταφ. ἄπληστος, ἀκόρεστος, λαίμαργος), Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 4. 46.

Greek Monolingual

λαίμαστρον, τὸ (Α)
1. χάσμα γης, βάραθρο
2. μτφ. άπληστος, αδηφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμάσσω + επίθημα -τρον (πρβλ. ζύγασ-τρον, στέγασ-τρον)].