λεπιδίσκη

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ἡ, Dim. of λεπίς, IG12(8).51.19 (Imbros, ii B.C.).

Greek Monolingual

λεπιδίσκη, ἡ (Α)
υποκορ. του λεπίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπίς, -ίδος + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παιδ-ίσκη)].