λεπίς
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, (λέπω)
A epithelial debris, Hp.Aph.4.81; layer of the skull, PMed. in Arch.Pap.4.270; ᾠοῦ λεπίς egg-shell, Sch.Ar.Pax 198; cup of a filbert, AP6.22 (Zonas), 102 (Phil.); coat of an onion, Sch.Luc.Hist.Conscr. 26.
2 collectively, scales of fish, λεπίδος σιδηρέης ὄψιν ἰχθυοειδέος Hdt.7.61; ὃ ἐν ὄρνιθι πτερόν, τοῦτο ἐν ἰχθύϊ ἐστὶ λεπὶς Arist.HA486b21; opp. φολίς, ib.490b23, 517b5; also of serpents, v.l. in Nic.Th.154, cf. Emp.82.
3 of other things, λεπὶς χαλκοῦ = flakes that fly from copper in hammering, Dsc.5.78, 79: abs., λεπίς Hp.Mul.1.63.
4 plate of metal, Ph.Bel.69.50, Hero Aut.12.2, D.S.20.91, Plu.Phoc.18; collectively, λεπὶς σιδηρᾶ BGU544.8 (ii A.D.); of gold and silver, Plb.10.27.10; λεπὶς ἀργυρᾶ PMag.Par.1.258.
5 λεπὶς πρίονος = blade of a saw, Heliod. ap. Orib.47.14.5.
6 λεπίδες (sc. χιόνος) snow-flakes, cj. in Thphr.HP4.14.13, CP5.12.11.
German (Pape)
[Seite 29] ίδος, ἡ, eigtl. dim. zu λέπος, Rinde, Schuppe, Schale; des Eies, gehol. Ar. Pax 198; der Nuß, Philp. 20 (VI, 102); der Zwiebel, Luc. conscr. hist. 5; bes. von Fischen, Arist. H. A. 1, 1, öfter, u. A.; vgl. φολίς; doch auch von Schlangen, Nic. Ther. 154; auch kleine Metallplatten, λεπίδος σιδηρέης ὄψιν ἰχθυοειδέος Her. 7, 61; χρυσαῖ Pol. 10, 27, 10; οἰκία χαλκαῖς λεπίσι κεκοσμημένη Plut. Phoc. 18; D. gie. 20, 91.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 coque d'œuf;
2 lamelle de métal;
NT: écaille ; membrane.
Étymologie: R. Λεπ, cf. λέπω.
Russian (Dvoretsky)
λεπίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1 скорлупа (ᾠοῦ Arph.);
2 чешуя (ἐν ἰχθύϊ Arst.; перен. ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν λεκίδες NT);
3 чешуйчатая броня (λ. σιδηρέη Her.);
4 чешуйка, пластинка, бляха (οἰκία χαλκαῖς λεπίσι κεκοσμημένη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λεπίς: -ίδος, ἡ, (λέπω) «λέπι», φλοιός, «φλοῦδα», Ἱππ. Ἀφ. 1252· λ. ᾠοῦ, «τσῶφλι» ᾠοῦ, κέλυφος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 198· τὸ κέλυφος λεπτοκαρύου ἢ θήκη αὐτοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 22 καὶ 102· φλοιὸς κρομμύου, Σχόλ. εἰς Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 5. 2) περιληπτικῶς, αἱ λεπίδες ἰχθύος, τὰ «λέπ~ια», λεπίδος σιδηρέης ὥσπερ ἰχθυοειδέος Ἡρόδ. 7. 61· ὃ ἐν ὄρνιθι πτερόν, τοῦτο ἐν ἰχθύϊ ἐστὶ λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 9· ἀντίθετ. τῷ φολίς, αὐτόθι 1. 6, 4., 3. 10, 1· ὡσαύτως ἐπὶ ὄφεων, Νικ. Θηρ. 154. 3) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, λεπὶς χαλκοῦ, τὰ κατὰ τὴν σφυρηλασίαν τοῦ χαλκοῦ ἀποπηδῶντα λεπτὰ τεμάχια, Λατ. squama aeris (Κέλσ. 2. 12), Διοσκ. 5. 89 καὶ 90· ἀπολ. λεπίς, Ἱππ. 614. 15· λεπὶς πρίονος, πριονίδια, Ἡλιοδ. Χειρουργ. σ. 158· λεπίδες (δηλ. χιόνος), νιφάδες, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 14, 13.
Spanish
English (Strong)
from lepo (to peel); a flake: scale.
English (Thayer)
λεπιδος, ἡ (λέπω to strip off the rind or husk, to peel, to scale), a scale: Sept.; Aristotle, others (cf. Herodotus 7,61).)
Greek Monolingual
λεπίς, -ίδος, ἡ (ΑM)
βλ. λεπίδα.
Greek Monotonic
λεπίς: -ιδος, ἡ (λέπω)·
1. λέπι, φλούδα, λεπὶς ᾠοῦ, τσόφλι, κέλυφος αυγού, σε Αριστοφ.· κέλυφος καρυδιού, σε Ανθ.
2. περιληπτικά, λέπια ψαριού, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
λεπίς, ίδος λέπω
1. a scale, husk, λ. ᾠοῦ an egg- shell, Ar.; the cup of a filbert, Anth.
2. collectively, the scales of fish, Hdt.
Chinese
原文音譯:lep⋯j 累披士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:脫皮 相當於: (קַשְׂקֶשֶׂת)
字義溯源:薄片,魚鱗,鱗;源自(λεπτός)X*=皮)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 鱗(1) 徒9:18
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=λέπι, φλούδα). Ἀπό το λέπω (=ξεφλουδίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ἡ lámina a) para grabar nombres o figuras: de plata εἰς λεπίδα ἀργυρᾶν αὐτὸ τὸ ὄνομα γραμμάτων ρʹ ἐπίγραψον χαλκῷ γραφείῳ en una lámina de plata graba con un estilo de bronce el nombre de cien letras P IV 258 P III 410 λαβὼν χρυσῆν λεπίδα ἢ ἀργυρῆν χάρασσε ἀδαμαντίνῳ λίθῳ τοὺς ὑποκειμένους χαρακτῆρας toma una lámina de oro o de plata y graba con piedra de acero los signos que vienen a continuación P XIII 1001 de oro ἐν χρυσῇ λεπίδι γράψον en una lámina de oro graba P IV 2228 λαβὼν λεπίδα ἡλιακὴν γράψον χαλκῷ γραφείῳ toma una lámina de oro y graba con un estilo de bronce P VII 919 de plomo λαβὼν λεπίδα μολιβῆν ... καὶ γράψον χαλκῷ γραφείῳ toma una lámina de plomo y graba con un estilo de bronce P VII 925 λαβὼν λεπίδα μολιβῆν γράψον ἥλῳ τὸ ζῴδιον toma una lámina de plomo y graba con un clavo la figura P LXXVIII 3 de estaño γράφε ἐν λεπίδι κασσιτερίνῃ καὶ ἔνδυνε ἐν χρώμασι ζʹ escríbelo en una lámina de estaño y envuélvela en siete colores P VII 271 b) para llevar προσκύνει θεᾷ, τὴν δὲ λεπίδα περιθοῦ arrodíllate ante la diosa y ponte al cuello la lámina P III 417 φόρει περὶ τὸν τράχηλον ἐνθεὶς εἰς τὴν λεπίδα παιδέρωτα βοτάνην llévala alrededor del cuello después de poner en la lámina planta de amor de niño P IV 1828 ἀθλητὴς δὲ ἔχων τὴν λεπίδα ἄλειπτος μένει un atleta que lleve la lámina permanece invicto P IV 2160 c) para poner cosas encima ἐπίθες καὶ λίβανον τοῖς ἐν λεπίδι ἀργυρᾷ χαρακτῆρσι pon también incienso sobre los signos que hay en una lámina de plata P XXXVI 278 P IV 1828 (v. supra) d) para enterrar κατορύξεις δὲ ἐπὶ ἀώρου θήκην τὴν λεπίδα ἐπὶ ἡμέρας γʹ enterrarás la lámina durante tres días en la tumba de uno muerto prematuramente P IV 2216