-η, -ό (Μ λιγνός, -ή, -όν)λεπτός, ισχνός, αδύνατοςμσν.1. μακρόστενος2. (για πλοίο) αυτό που έχει λεπτό σκαρί.[ΕΤΥΜΟΛ. < λέγνος].