μακρόστενος

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
στενός και ταυτόχρονα μακρύς, επιμήκης, στενόμακρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + στενός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].