λευκαθέω

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

   A = λευκαθίζω, perh. to be read in Hes.Sc.146 (ὀδόντων . . λευκὰ θεόντων codd.).

Greek Monolingual

λευκαθέω (Α)
(πιθ. ανάγν.) λευκαθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στον τ. της γεν. πληθ. της μτχ. ενεστ. λευκαθεόντων «με λαμπρό λευκό χρώμα» (Ησιόδ. Ασπ. 14β), ο οποίος σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους στο τέλος στίχου αντί του τ. λευκαθόντων του αμάρτυρου λευκάθω (βλ. λευκαθίζω)].