λιμνίον

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

German (Pape)

[Seite 48] τό, dim. von λίμνη, kleiner Teich, Arist. mirab. ausc. 112.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίμνη, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 112. 1.

Greek Monolingual

το (Α λιμνίον) λίμνη
μικρή λίμνη, μικρή κοιλότητα του εδάφους γεμάτη με νερό.