[Seite 48] τό, dim. von λίμνη, kleiner Teich, Arist. mirab. ausc. 112.
λιμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίμνη, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 112. 1.
το (Α λιμνίον) λίμνημικρή λίμνη, μικρή κοιλότητα του εδάφους γεμάτη με νερό.