λίμνηστρον

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

τό,

   A = ἀδάρκη, Gal.12.424.

Greek Monolingual

λίμνηστρον, τὸ (Α)
λιμνησία, αδάρκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λιμνηστρίς, κατά τα ουδέτερα σε -ον].