λιθόδμητος

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον,

   A stone-built, AP9.570 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 45] von Steinen gebaut, μονόκλινον, Philodem. 32 (IX, 570).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόδμητος: -ον, ᾠκοδομημένος διὰ λίθων, Ἀνθ. Π. 9. 570.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
construit en pierres.
Étymologie: λίθος, δμητός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λιθόδμητος, -ον)
ο κτισμένος με λίθους, λιθόκτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. δορί-δμητος, θεό-δμητος].