λιθόστρωση

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η επίστρωση με πέτρες, αλλ. σκυρόστρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοστρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. λιθόστρωσις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].