σκυρόστρωση
From LSJ
Greek Monolingual
και σκιρόστρωση και σκιρρόστρωση, η, Ν
1. η κατασκευή οδοστρώματος με σκυρόστρωμα
2. το σκυρόστρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο
/ σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + στρώση (πρβλ. χαλικόστρωση)].
και σκιρόστρωση και σκιρρόστρωση, η, Ν
1. η κατασκευή οδοστρώματος με σκυρόστρωμα
2. το σκυρόστρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο
/ σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + στρώση (πρβλ. χαλικόστρωση)].