λινικός

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ή, όν,

   A pertaining to flax: -κή, ἡ, tax on flax, PTeb.347.12 (ii A. D.).

Greek Monolingual

λινικός, -ή, -όν (Α) λίνον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λινάρι
2. το θηλ. ἡ λινική
φόρος για το λινάρι.