λιθηλογής

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ές, (λέγω (B) 1)

   A built of stones, AP6.253 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 44] ές, von gesammelten Steinen, ἱδρύσιες Ἑρμέω, Crinag. 7 (VI, 253).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθηλογής: -ες, (λέγω) ᾠκοδομημένος ἐκ λίθων, Ἀνθ. Π. 6. 253.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fait de pierres amassées.
Étymologie: λίθος, λέγω².

Greek Monolingual

λιθηλογής, -ές (Α)
οικοδομημένος με λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + λέγω «συλλέγω»].